Οι φιλάργυροι και ιδιωφελείς Λουριώτης και Ορλάντο και η «Εθνική» μας Κλεπτοκρατία
Στην Ύδρα, οι Ζέρβα- Κουντουριώτες ,που είχαν τα μισά πλοία του νησιού, είχαν συμβόλαιο με την «Ανατολική Εταιρία», (Levant Company).
Ο πατέρας των Λάζαρου και Γεωργίου Ζέρβα- Κουντουρώτη, Αναγνώστης, είχε παντρευτεί τη Μαρία Κοκκίνη ,την κόρη του «πλουσιότατου εμπόρου» της Ύδρας, Λάζαρου «Κοκκίνη», του οποίου το όνομα ήταν παραφθορά του Cocchini-Κοχίνη , (όπως και ο έμπορος Αναστάσι Κοχίνης, ο πρόξενος της Ρωσίας στη Ζάκυνθο). Το όνομα Cocchini είναι παράγωγο του Cohen.
O Λάζαρος και ο Γεώργιος Κουντουρώτες, ήσαν δηλαδή παιδιά μιας Κοέν, και σαν τέτοια είχαν την «εμπιστοσύνη» της Συναγωγής και του «Λονδίνου».
Ο Λάζαρος έδωσε την κόρη του, Φλωρού Κουντουριώτη, σε έναν ιταλοεβραίο της Levant Company από το Λιβόρνο, ονόματι Ορλάντο, του οποίου η οικογένεια είχε εγκατασταθεί τον 18ο αιώνα στις Σπέτσες και μετά στην Ύδρα.
Για την αποικία των ιουδαίων της Ανατολικής Εταιρίας στην Ύδρα , έχει μεγάλη σημασία και η συγγένεια των Coché (Κιοσσέ-Σαχίνι), που εγκαταστάθηκαν στην Ύδρα από τη Γένοβα, με τους Κοχίνι της Ζακύνθου , καθώς και με τους Cocchini της Ύδρας και με τους Cochin, Caussin, Causse της Γαλλίας. Ο Αναστάσι Κοχίνι της Ζακύνθου , είχε στην κατοχή του και έναν πάπυρο της πεντάτευχου, που τον πούλησαν τα παιδιά του το 1828, στον Γουλιέλμο της Οράγγης.
Ο «Γαμπρός», σύμφωνα με την ιστορία της Στοάς, ήταν «Έλληνας πολιτικός και αγωνιστής του 1821». Δεν ήταν Έλληνας και δεν ήταν Αγωνιστής.
Η Στοά επίσης λέει: «Ο Ορλάνδος ανήκε στο «αγγλικό» κόμμα, κρίνοντας ως πλέον πρόσφορη και αποτελεσματική την υποστήριξη της Αγγλίας για την ελληνική υπόθεση. Στήριζε την προτίμησή του αυτή και στη φιλελεύθερη πολιτική παράδοση της χώρας εκείνης, αλλά και στην επωφελή για τους Έλληνες υπεροχή της στη θάλασσα».
Όπως βλέπεται ο ρουφιάνος «έκρινε», επειδή ήταν φιλελεύθερος, βάσει των πολιτικών του Αρχών να ανήκει στο «αγγλικό Κόμμα».
«Αργότερα εντάχθηκε στην αντικαποδιστριακή παράταξη, διατυπώνοντας μάλιστα την άποψη ότι θα προτιμούσε η Ελλάδα να μετατραπεί σε αγγλικό προτεκτοράτο από το να ανεχθεί τον απολυταρχισμό του Καποδίστρια. Έτσι, μετείχε στις αντικαποδιστριακές στάσεις της Ύδρας το καλοκαίρι του 1831.
Εκ των υστέρων, και στο πλαίσιο της αναζήτησης «αποδιοπομπαίων τράγων» για την τύχη των δανείων της περιόδου της Επανάστασης, κατηγορήθηκε μαζί με το Λουριώτη για κακοδιαχείριση».
Έτσι η Στοά του Λονδίνου αθωώνει τον ιουδαίο Ορλάντο για τις κλεψιές του, διότι ήταν «αποδιοπομπαίος Τράγος».
Ο Ανδρέας Λουριώτης ήταν από τον Λούρο. Η οικογένεια του ζούσε στην Αρτα δίπλα στο Μακρυγιάννη ο οποίος αναφέρεται στα σκοπίμως αχρονολόγητα απομνημονεύματα του στον Χριστόδουλο Λουριώτη.
Ο αγράμματος και πλαστογράφος Μακρυγιάννης, εβαλε την ιστορία «για το παιδί του γείτονα που το κάλεσε στη Ρωσία ο Καποδίστριας». Σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη , το ένα από τα τέσσερα αγόρια του Λουρώτη, ( ο Χριστόδουλος), «ήταν εις την Ευρώπη,(Ιταλία) όπου σπούδαζε».
«Το παιδί έσωσε τα έξοδά του», «ήρθε εις Άρτα, και έφυγε πίσω δια Κορφούς», «πέρασε κάμποσος καιρός, ήρθε το παιδί εις Άρτα κατηχημένο, δια την πατρίδα το μυστικόν, ορκίζει τον πατέρα του και φεύγει οπίσω».
Δηλαδή, ο Χριστόδουλος, που σπούδαζε στο Λιβόρνο, μπήκε στο Καρμπονάρικο φοιτητικό κίνημα, όπως και ο Κωνσταντίνος Ράδος και ο Αριστείδης Παπάς , μετά πήγε στην Κέρκυρα, όπου έγινε μέλος της «Εταιρείας» , μετά πήγε στην Άρτα για να μυήσει τον πατέρα του και γύρισε στην Κέρκυρα, από όπου τον έστειλαν το 1816 στην Οδησσό, για να δουλέψει για το στήσιμο της «δεύτερης» Εταιρείας.
Ο Χριστόδουλος πήγε μαζί με τον Σκουφά και τον Αναγνωστόπουλο από την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη το 1817. Μετά το θάνατο του Σκουφά και τη διάλυση του Κέντρου από τον Τσακάλωφ, στάλθηκε στην Νάπολη της Ιταλίας όπου αρρώστησε και πέθανε.
Αυτό το γεγονός, ο Μακρυγιάννης, που χρονολογεί την επιστροφή Λουριώτη στην Άρτα το 1819, με την αγορά της Πάργας από τον Αλή Πασά, με το κουτσομπολίστικο προσωποποιημένο στυλ του, το περιγράφει ως εξής: «Του γράφει ο Καποδίστριας και πήγε κι ανταμώθηκαν».
Ωστόσο, προς δυστυχία των μελετητών του ψεύτη Μακρυγιάννη, η οικογένεια Λουριώτη, (από τον Λούρο), είχε εγκατασταθεί από το 1817 στα Ιωάννινα, όπου γεννήθηκε το μικρότερο από τα 4 αγόρια, ο Επαμεινώνδας, και επομένως δεν ήσαν πια το 1819, γείτονες του Μακρυγιάννη.
Το μεγαλύτερο, «παιδί» ο Ανδρέας ,σπούδαζε και αυτό στο Λιβόρνο, και το 1808, έκανε παρέα με τον Ανδρέα Κάλβο. Αυτός και ο αδελφός του Νικόλαος εντάχθηκαν στο επαναστατικό κέντρο της Πίζας, γύρω από τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο, όπου είχε εγκατασταθεί ο Μαυροκορδάτος. Ο Ανδρέας, κατέληξε προδότης και «εθνικό λαμόγιο», διαπράττοντας μαζί με τον «Ορλάντο» το έγκλημα των δανείων της Αγγλίας.
Το άλλο «παιδί», ο Nικόλαος Λουριώτης, το 1822 , ήταν ο αρχιγραμματέας της Διοίκησης Δυτικής Xέρσου Eλλάδος, του Μαυροκορδάτου.
Η Στοά λέει ότι «ο Ανδρέας Λουριώτης ήταν αγωνιστής του 1821 και πολιτικός». Τι είδους «αγωνιστής» ήταν μόνο η Στοά το ξέρει. Λαμόγιο ηταν.
«Με την κήρυξη της Επανάστασης, επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τον Αγώνα».
« Επειδή διακρίθηκε για τις γνώσεις και τη φιλομάθειά του, εστάλη μαζί με τον Ιωάννη Ορλάνδο και Ιωάννη Ζαίμη στο Λονδίνο, με σκοπό τη σύναψη δανείου για τις ανάγκες του Αγώνα».
Το «τρίο», δεν ταξίδεψε μαζί. Η Επιτροπή ήταν, ο άνθρωπος του Μαυροκορδάτου, Λουριώτης, «στενός φίλος και συνεργάτης του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου» κατά την Στοά, ο γαμβρός των Κουντουριώτηδων, και ένας Ζαίμης εκ μέρους των Κοτσαμπάσηδων του «Μοριά».
Η Οικογένεια Ζαΐμη, έμεινε πιστή στη συμμαχία με τους Υδραίους και τον Μαυροκορδάτο ως την δολοφονία του Καποδίστρια.
Ο Ζαΐμης επειδή οι άλλο δυο τον είχαν βάλει στην άκρη, γύρισε πίσω και στάλθηκε ο Σπανονικολάκης που αποκάλυψε τις λοβιτούρες.
Γραμματέας των Επιτρόπων ήταν ο «εθνικός δικαστής» της Στοάς και της Χρυσής Αυγής Τάσος Πολυζωίδης.
Ο Ιωάννης Ορλάνδος ο Ανδρέας Λουριώτης, ο Τάσος Πολυζωίδης, και ο Ραφαήλ Μπονφίλ, έφθασαν στο Λονδίνο στις 26 Ιανουαρίου 1824, και μετά από 14 ημέρες στις 9 Φεβρουαρίου κυκλοφόρησαν στο χρηματιστήριο οι ομολογίες του πρώτου δανείου από τον οίκο Λόφναν.
Οι Κύριοι Επίτροποι ,των δύο δανείων της Αγγλίας , ο Ορλάνδος και
ο Λουριώτης , πέρασαν εις χρέωση του λογαριασμού του πρώτου δανείου, 5,900 λίρες, διά την αγορά 10.000 ομολογιών του πρώτου δανείου προς 59/100, τις οποίες ο κύριος Ορλάνδος κράτησε διά λογαριασμό του και τις πώλησε τον Ιανουάριο του 1825 πρός 62/100 βάζοντας στην τσέπη του 6200 λίρες , από τα εθνικά χρήματα.
Οι Κύριοι Επίτροποι Ορλάνδος και Λουριώτης, αγόρασαν άπ' ευθείας χωρίς την σύμπραξη κάποιου άλλου προμήθειες που απέστειλαν εις την Ελλάδα. Αγόρασαν με μετρητά πολεμοφόδια από τους οικους Βούρτον, (12. 206 λίρες), Μάκιντος, (10,266 λίρες) και Γκράαμ (26,688 λίρες), οι οποίοι βεβαίωσαν αργότερα ότι τους εδωσαν έκπτωση 10% λόγω της πληρωμής σε μετρητά. Αυτές τις 4916 λίρες οι Κύριοι Επίτροποι , Ορλάνδος και Λουριώτης, τις έβαλαν στην τσέπη τους.
Οι Κύριοι επίτροποι ενεχυρίασαν κατά την 12η και 13η Οκτωβρίου και την 19 Νοεμβρίου του 1825 , προς τους Κυρίους Ρικάρδους και τον Κύριον Ράλλην 21.000 ομολογίες, και παρέλαβαν από αυτούς 11260 λίρες υπολογίσαντες τας ομολογίας προς 53/100 και 54/100, ενώ ή πραγματική αξία στο χρηματιστήριο τις ημέρες εκείνες ήταν 28, 27 και 23.
Τις ομολογίες αυτές ο Λουριώτης τις είχε αγοράσει από τον χρηματιστή Βούρτων αντί 5400 λιρών. Αποκόμισαν όφελος έτσι, 5760 λίρες.
Οι Κυρίοι Ρικάρδοι, όταν εκλήθησαν από την επιτροπή του χρηματιστηρίου του Λονδίνου που διερεύνησε τη διαχείριση του ελληνικού δανείου δήλωσαν ότι ο Κύριος Λουριώτης, τους εβεβαίωσεν, (ψευδώς), ότι ανήκαν εις φίλο τινά της Ελλάδος, «όστις τας είχεν αγοράσει προς 53 και 54 και κινδύνευε ν' αφανισθεί εκ της ζημίας, «όθεν ενόμιζεν έργον ευγνωμοσύνης, διά τας σημαντικάς εκδουλεύσεις του, να τον απαλλάξει από την ζημίαν, αναδεχόμενος αυτήν εις βάρος της Κυβερνήσεως».
Τα ίδια είπε ο Λουριώτης και για τις 8000 που έδωσε στον Ράλλη.
Οι Κύριοι Επίτροποι Ορλάνδος και Λουριώτης έστειλαν στην Κέρκυρα «δια βοήθεια του Μισολογγίου» 3,350 λίρες και παράλληλα, έδωσαν στον εβραίο φίλο τους Ραφαήλ Μπνοφίλ που τον είχαν πάρει μαζί τους ως σύμβουλο, στις απάτες 4800 λίρες.
3,350 λίρες από το δεύτερο δάνειο για το Μεσολόγγι που πεινούσε και 4800 στον Μπονφίλ για δήθεν «μεσιτικά».
Όταν η ελληνική κυβέρνηση θέλησε να διεκδικήσει τα χρήματα γιατί ο Μπονφίλ δεν εδικαιούο «μεσιτικά» για το δάνειο, βρήκε στους δικηγόρους του Λουριώτη και του Ορλάντο στο Λονδίνο, μια γραμμένη στα ιταλικά απόδειξη που ανέφερε: «Κύριοι, Ορλάνδε και Λουριώτη, σας φανερώνω δια της παρούσης μου την παραλαβην του ,σημερινού εγγράφου σας, με τέσσαρας χιλιαδας οκτακοσίας λίρας του προς εμέ χρέους σας, και προς εξίσωσιν της ύπερ εμου ομολογίας σας, και εύγνωμονών δί υύτάς με όλην την ύπόληψιν επιβεβαιοϋμαι. 3ο Νοεμβρ. ι825 Υποχ.δουλος Ραφαήλ Μπονφίλ».
Δεκαπέντε χρόνια μετά ο Ορλάνδος και ο Λουριώτης εμφάνισαν άλλο γράμμα του Μπονφιλ προς αυτούς , με το οποίο ζητούσε τις 4800, «πρός άμοιβην τών ζημιών, τάς οποίας υπέφερα μέ το νά υπεστήριξα το πρώτον Ελληνικόν δάνειον, διά νά σας ενισχύσω νά εκτελέσετε τό δεύτερον».
Ακριβώς το ίδιο επιχείρημα, είχε και η Γκόλντμαν Ζαξ που ζητούσε να τις πληρώσουμε τις ζημιές της για να βοηθήσει την Ελλάδα να μπεί στην ευρωζώνη.
Τον Μπονφίλ, ο Λουριώτης και ο Ορλάνδος τον προσέλαβαν στο Λιβόρνο.
Οι Κύριοι Ορλάνδος και Λουριώτης , παρέλάβον από τον Εμπορικό Οίκο των Κυρίων «Φλέτσερ και συντροφία» 2200 λίρες, από τον έρανο των κατοικούνταν εις Καλκούταν Ελλήνων και Φιλελλήνων αλλά πέρασαν εις πίστωση της κυβερνήσεως μόνο τις 1200 και τις 1000 τις έβαλαν στην τσέπη.
Όταν γύρισαν στην Ελλάδα είχαν έλλειμμα στους λογαριασμούς τους 19.485 λίρες. Υπήρξαν και δυο «απώλειες». Ο Λουριώτης «έχασε» 4000 και 1700 χάθηκαν «στον δρόμο του Φάλτσμουθ», και εισπράχθησαν 1475 από την ασφαλιστική εταιρία.
Το ολιγαρχικό δίδυμο, συνοπτικά, από το δεύτερο δάνειο, τσέπωσε 42000 λίρες, και ζημίωσε το δημόσιο με 4800 που έδωσαν στον συνέταιρο τους Μπονφίλ. Και 6,616 λίρες ήταν τα «Έξοδα της επιτροπής από 1ης Ιανουαρίου 1825.
Αυτά, ξέχωρα από όσα κλάπηκαν από τις 232.558 στερλίνες που έφθασαν τελικά στην Ελλάδα, και των οποίων μεγάλο μέρος χρησιμοποιήθηκε για την ανατροπή του Καποδίστρια.
Ο Ορλάντο και ο Λουριώτης δεν δικάστηκαν και δεν καταδικάστηκαν ποτέ.
Η «επίσημη» ιστορία διδάσκει ότι «Επί της (κακιάς) Βαυαροκρατίας, ο Υπουργός Οικονομικών Γεώργιος Σπανιολάκης «κατηγόρησε τους δύο διαπραγματευτές ότι ιδιοποιήθηκαν χρήματα από τις αγοροπωλησίες μετοχών των δανείων και επιπλέον τον Ορλάνδο ότι παρακράτησε ποσό 5.900 λιρών από τα δύο δάνεια».
Οι ίδιοι «λωποδύτες» «ιστορικοί» λένε ότι «τη διαχείριση του δεύτερου δανείου ανέλαβαν οι άγγλοι τραπεζίτες και τα μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, παραγκωνίζοντας τους έλληνες εκπροσώπους», ενώ έγιθνε το απολύτως αντίθετο.
Το 1838 το Ελεγκτικό Συνέδριο προχώρησε σε προσημείωση των περιουσιακών στοιχείων, των Ορλάντο και Λουριώτη, αλλά η μητέρα Αγγλία, προστάτευσε τα δικά της καθάρματα.
Το Δεκέμβριο του 1839 η αγγλική πρεσβεία με τον ρουφιάνο Τσάμη Καρατάσο που ήταν μίσθαρνο όργανο των πραξικοπηματιών της Ύδρας αποκάλυψαν την "συνωμοσία" της «Φιλορθοδόξου Εταιρείας», ο Γλαράκης και ο Σπανιολάκης έγιναν παρελθόν και οι κλέφτες συνέχισαν να απολαμβάνουν τα κλεμμένα.
Ο Ορλάντο πέρασε στο ...«Πάνθεον» της Στοάς (και της Χρυσής Αυγής) το 1852 στην Ύδρα. Ο άλλος Καππαδόκης, ο Ανδρέας Λουριώτης, πέθανε το 1854 στην Αθήνα.
Σπύρος Χατζάρας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου