Σπυρίδων Χατζάρας
Οι ρουφιάνοι, των Άγγλων «Κομμουνιστές», «Δημοκρατικοί», «Προοδευτικοί» «Κεντροαριστεροί» και ΛΟΑΤ, επιμένουν να χρησιμοποιούν τον Μεταξά ως «φόβητρο» και ως προπέτασμα καπνού για προκάλυψη των Πρακτόρων, των δειλών των αγγλοφρόνων, και των αργυρώνητων. Για το λόγο αυτό βάζουν στο ίδιο τσουβάλι τον Μεταξά με τον Παπάγο τον Βασιλιά και τον Διάκο.
Ακριβώς αυτή ήταν η ουσία της προκήρυξης των Μπλαφουρ-Πλουμπίδη, της 28ης Οκτωβρίου 1940, που αναφερόταν στην «βασιλομεταξική σπείρα» και στους «Διάκους».
Ο Μεταξάς όμως, δεν έκανε καμιά «δικτατορία» και δεν είχε τον έλεγχο του Στρατού. Δεν υπήρξε ποτέ «δικτατορία του Μεταξά».
Δικτατορία του βασιλιά υπήρξε, ο οποίος εξέδωσε τα δύο παράνομα διατάγματα στις 4 Αυγούστου με τα οποία καταλύθηκε ο κοινοβουλευτισμός και επιβλήθηκε η δικτατορία, που στηριζόταν στη δύναμη του στρατού, δηλαδή στον Βασιλόφρονα πραξικοπηματία Παπάγο, που επέμενε στη ότι δεν θα επανέλθουν οι απότακτοι βενιζελικοί αξιωματικοί στο στράτευμα.
Ο Στρατός ήταν φέουδο του Βασιλιά και του Παπάγου. Ο Στρατός και οι δαπάνες του ανήκαν εξ ολοκλήρου στους αργυρώνητους και τους ανάλγητους.
Ο Μεταξάς ,παρότι υπουργός Στρατιωτικών, δεν είχε καμιά συμμετοχή στα «επιτελικά» σχέδια του Παπάγου, τα οποία είχαν καταρτιστεί σε συνεργασία με τους «άγγλους συμμάχους
». Μάλιστα, ο τότε Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα Μάικλ Πάλερετ , στο τηλεγράφημα του από την Αθήνα της 28ης Σεπτεμβρίου 1940 που έχει δημοσιευτεί από τα «Αρχεία του Φόρειν Όφις» , ενημέρωνε την κυβέρνηση του ότι ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγός Παπάγος, «ήταν πρόθυμος, εάν κρινόταν απαραίτητο, να παραχωρηθεί η Ήπειρος στους Ιταλούς».
Άλλωστε στις 30 Οκτωβρίου 1940, ο Μεταξάς, μετά από την ενημέρωση που είχε από το Επιτελείο και τον ηττοπαθή Παπάγο, που είχε έμμονη ιδέα και ψύχωση με την «τιμή των όπλων», έγραψε ότι η Ελλάς, «δεν πολεμά διά την νίκην. Πολεμά διά την Δόξαν και την τιμήν»!
Η έκθεση των τριών αντιστρατήγων, που εσφαλμένα ονομάστηκε ως έκθεση Καθηνιώτη, την οποία ζήτησε ο Τσολάκογλου μετά την συνθηκολόγηση, δεν στρεφόταν κατά του Μεταξά αλλά κατά του Παπάγου, του Βασιλιά, των Παπαγικών και των αργυρώνητων.
Η «έκθεση των τριών αντιστρατήγων », συντάχθηκε ενώ ακόμη ήταν νωπά τα γεγονότα και τεκμηριώθηκε με τις μαρτυρίες-καταθέσεις των διοικητών των μεγάλων μονάδων, οι οποίοι ζούσαν την εποχή εκείνη. Κατέθεσαν και ο Κατσιμητρος και ο Δεμέστιχας και ο Βραχνός και ο Μπάκος, και ο Τσολάκογλου.
Το βασικό συμπέρασμά της «έκθεσης» ήταν ότι η Ελλάδα βρέθηκε απροετοίμαστη για τον πόλεμο και ότι η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία του Παπάγου αποδείχτηκε ανίκανη. Η Έκθεση τόνιζε: «Επιχειρήσεις διεξαγόμεναι άνευ συνδρομής πυροβολικού και πλειστάκις άνευ πυρομαχικών και στρατεύματα ενεργούντα άνευ μεταγωγικών και εφοδιαζόμενα τη βοηθεία ατερμόνων θεωριών γυναικοπαίδων και γερόντων από τους κατοίκους, των αυθορμήτως προσφερθέντων διά να μεταφέρουν εις τους ώμους των τα βόλια και το ψωμί εις τα μαχόμενα παιδιά των».
Και οι αναφορές δεν έχουν να κάνουν με τη μάχη στο Καλπάκι, αλλά για τις επιχειρήσεις μετά, όταν ο Παπάγος ήθελε να προελάσει μέσα στα χιόνα.
Τα πραξικοπήματα του 1935 και 1936 τα έκανε ο Παπάγος και την δικτατορία της 4ης Αυγούστου, την επέβαλε ο βασιλιάς και η αγγλική πρεσβεία.
Άλλωστε το κίνημα του 1938, που οργάνωσαν οι πράκτορες της Ιντέλιζτενς Σέρβις Μητσοτάκης και Σια, με την Συνδρομή της ΚΚΕ ΕΠΕ στην Κρήτη, ζητούσε από την κορυφή της δικτατορίας, τον Βασιλιά, να διώξει τον Μεταξά, και η αγγλική πρεσβεία με την Πάουερ, οργάνωσαν την πρώτη απόπειρα ανατροπής του Μεταξά με τον άνθρωπο της Πάουερ , τον αρχιμηχανικό της Παπαχειλά, (τον Παππού του Αλέξις ) και τον προσωπικό φίλο του Σοφοκλή Βενιζέλου, Θεόδωρο Σκλυλακάκη.
Ο Μεταξάς ως πρωθυπουργός, δεν είχε καν τον πλήρη έλεγχο της κυβέρνησης του. Είχε τον μερικό έλεγχο της Οικονομικής και Κοινωνικής πολιτικής, της διπλωματίας, και της αστυνομίας.
Από τους υπουργούς, δικοί του άνθρωποι, ήσαν ο Μανιαδάκης, ο Θεολόγος Νικολούδης και ο Κοσμάς Μπουρμπούλης, ενώ από το Κόμμα του, τους Ελευθερόφρονες , ήσαν ο υφυπουργός Αγορανομίας υποστρατήγος Γεώργιος Ζαφειρόπουλος, ο υπουργός Σιδηροδρόμων Γεώργιος Νικολαΐδης (στρατιωτικός) και ο Σταύρος Πολυζωγόπουλος. (Ο παππούς του Πασόκου συνδικαλιστή).
Ο Ανδρέας Αποστολίδης, της Οξφόρδης, που βγήκε βουλευτής Λαρίσης με τον Μεταξά και που τον έκανε υπουργό Οικονομικών, μαζί με τον υφυπουργό Εξωτερικών Νικόλαο Μαυρουδής έκαναν διάβημα στον Μεταξά τον Σεπτέμβριο του 1940 και του ζήτησαν να παραδοθεί στην Ιταλία, ενώ λίγες μέρες πριν ο φελλός Κοτζιάς είχε συμπράξει με τον στρατηγό Πλατή για την απομάκρυνση του Μεταξά και του Παπάγου και την πρωθυπουργοποίηση του ιδίου.
Όπως σημείωσε στο ημερολόγιό του ο Ι. Μεταξάς με ημερομηνία 19 Ιουλίου 1940:
«Εξηγήσεις Κοτζιά, δηλώσεις αφοσιώσεως. Αλλά... το γεγονός μένει». Οι σχέσεις του Κοτζιά με τον Μεταξά φαίνεται να ήταν τεταμένες.
H κυβέρνηση Μεταξά, χωρίς τον Μεταξά ήταν η βδελυρά συμμορία των αργυρώνητων των Αθηνών. Η Βδελυρά συμμορία της 4ης Αυγούστου, στην οποία είχε βασικό ρόλο, ο μιζαδόρος και αργυρώνητος Ιωάννης Διάκος.
Ο σεβάσμιος της Στοάς Ησίοδος.
Θα πρέπει λοιπόν να μιλάμε για «Παπαγοβασιλικη σπείρα» και για «Αγγλοβασιλική».
Ο άκαπνος Παπάγος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1883 και ήταν εξώγαμο του Γεωργίου και της ανιψιάς του Γεωργίου Αβέρωφ, Μαρίας Αβέρωφ, που ήταν παντρεμένη με τον προσωπάρχη του Υπουργείου Στρατιωτικών, Λεωνίδα Παπάγου
Ο μπάσταρδος βασιλόπαις Παπάγος σπούδασε στο εξωτερικό. Φοίτησε για μία διετία 1902- 1904 στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών και το 1904-1906,στη σχολή Εφαρμογής Ιππικού της Υπρ. Το 1906 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατετάγη ως Ανθυπίλαρχος. Το 1910 ορίστηκε υπασπιστής του Υπουργού των Στρατιωτικών Ε. Βενιζέλου. Το 1911 έκανε έναν καλό γάμο. Νυμφεύτηκε, την εγγονή του στρατηγού Τιμολέοντα Βάσσου Μαρία Καλίνσκυ. Στους Βαλκανικούς πολέμους άκουγε τα κανόνια από μακριά ως Διαγγελέας του Αρχιστράτηγου διαδόχου Κωνσταντίνου. Για τις «σπουδαίες υπηρεσίες του» της περιόδου 1912-1913 τιμήθηκε με τον αργυρό σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους εισήλθε στο «Σχολείο Ανωτέρων Σπουδών», της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής, και υπηρέτησε στο Α’ Σύνταγμα Ιππικού στη Θεσσαλονίκη ως Ίλαρχος και στο Γ' Σώμα Στρατού ως Επιτελής. Το 1916 με το βαθμό του Επίλαρχου υπηρέτησε ως Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού. Το 1917 παραιτήθηκε και δεν μετείχε στο μακεδονικό μέτωπο. Το 1920 ο Α. Παπάγος ανακλήθηκε στο στράτευμα με αναδρομική απόδοση του βαθμού του αντισυνταγματάρχη και συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού και μετά Επιτελάρχης της Μεραρχίας Ιππικού όπου και παρέμεινε μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του 1922. Για τις (επιτελικές) υπηρεσίες του στη Μικρά Ασία τιμήθηκε με το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας. Μετά το Κίνημα Λεοναρδοπούλου - Γαργαλίδη τον Οκτώβριο του 1923 στο ποίο συμμετείχε τέθηκε σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία. Επανήλθε για δεύτερη φορά στις τάξεις του στρατού το 1926 επί οικουμενικής κυβέρνησης, (1926-1927), βάσει ειδικού νόμου και προήχθη αναδρομικά σε συνταγματάρχη. Το 1927- 1931 ήταν Διοικητής της Ταξιαρχίας Ιππικού Λάρισας. Το 1930 προάχθηκε σε Υποστράτηγο και το 1931- ανέλαβε Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Το 1933 τοποθετήθηκε Επιθεωρητής Ιππικού του Γ.Ε.Σ. και το 1935 ονομάστηκε αναδρομικά Αντιστράτηγος και διοίκησε τα Α΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού.
Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο Παπάγος μαζί τον Κονδύλη έκαναν το πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης Τσαλδάρη και την επαναφορά της Μοναρχίας. Ο Κονδύλης τον έκανε και υπουργό στρατιωτικών.
Ο Διαγγελέας Παπάγος μετέφερε, μαζί με τους Σ. Μπαλάνο και Π. Μαυρομιχάλη, τα καλά νέα στο ανιψιό του Γεώργιο Β’ στην Αγγλία και τοποθετήθηκε από τον Γεώργιο ως αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού την 1η Αυγούστου 1936.
Αντίθετα, ο ήρως Χαράλαμπος Κατσιμήτρος είχε γεννηθεί σε ένα ορεινό χωρίο της Ευρυτανίας, τον Κλειτσό κοντά στα Φουρνά 1886.
Ο Κατσιμήτρος το φτωχοπαίδι, το χωριατόπουλο, μπήκε στο στρατό ως εθελοντής και μετά μπήκε στην Σχολή Υπαξιωματικών το 1911, και εξήλθε τον Σεπτέμβριο του 1912 ανθυπασπιστής του πυροβολικού.
Στους Βαλκανικούς Πολέμους, ξεκίνησε ως διμοιρίτης και στο τέλος ήταν Διοικητής Λόχου, ως Ανθυπολοχαγός Πεζικού (1913). Στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε στην πρώτη γραμμή ως λοχαγός και το 1920 προήχθη σε ταγματάρχη. Ως διοικητής τάγματος και τραυματίσθηκε στη μάχη του Αφιόν Καραχισάρ, 13 Αυγούστου 1922.
Το 1923 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη, το 1924-1925 φοίτησε στη Σχολή Πολέμου από όπου έλαβε πτυχίο επιτελικού αξιωματικού, και προήχθη σε συνταγματάρχης το 1930 και σε υποστράτηγο το 1937 και το 1938 ανέλαβε διοικητής της VIII Μεραρχίας Πεζικού στην Ήπειρο.
Ο Κατσιμήτρος δεν πήγε ούτε σε σχολές εξωτερικού, ούτε προήχθη με ειδικούς νόμους. Έγινε στρατηγός στο πεδίο της μάχης και στην πρώτη γραμμή.
Ο ένας λοιπόν, το χωριατόπαιδο, ήταν μπαρουτοκαπνισμένος και ο άλλος το πλαυσιόπεδο ηταν άκαπνος. Επιτελικός και «Διαγγελέας».
Όπως είχε δηλώσει και ο Γεώργιος Παπανδρέου, στην κηδεία του Παπάγου, «ο νεκρός στρατηγός δια πρώτη φοράν ήκουσε πυροβολισμούς».
Το ζήτημα και η σύγκριση Κατσιμήτρου-Παπάγου δεν είναι απλά «ιστορικό» είναι η ουσία της Πλουτοκρατίας και της Ξενοκρατίας και του προδοτικού ρόλου της.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου